Το άλεσμα του ελαιοκάρπου στις μυλόπετρες + video
Το βόλι το κινούσε ένα ζώο, που πάντα το έφερνε ο πελάτης που θα άλεθε. Ηταν κυρίως αγελάδα, λιγότερο μουλάρι και σπάνια γαϊδούρι.
Προτιμούσαν τις αγελάδες από τα μουλάρια, γιατί το μουλάρι είναι «ένα ζώο δύσκολο και δεν έχει υπομονή». «Δεν το χρησιμοποιούσαν σε τέτοια πράγματα». Ενας από την Αλαμανιά, ο Μόλας είχε φέρει και έναν ταύρο, 7 χρονών, αυτός δεν πουλούσε τα ζώα του, όταν του έλεγαν να τα πουλήσει. Εκείνα τα χρόνια στον Πιτροφό, μόνο, υπήρχαν 300 γελάδες. Τις είχαν για γάλα και για όργωμα, αλώνισμα, τις ελιές. Κάθε σπίτι είχε 2 γελάδες. Αν κάποιος δεν είχε ζώο δικό του ζητούσε από άλλον και η πληρωμή ήταν πάλι σε λάδι, 3% της παραγωγής.
The player will show in this paragraph
Οσο δούλευε, το ζώο, δεν έτρωγε. Μόνο όταν έκανε διάλειμμα του έβαζαν και έτρωγε. Δεν του κλείναν τα μάτια και πήγαινε χωρίς να τσινάει Παρ' όλα αυτά οτου Αγαδάκη κάποτε η αγελάδα πηρέ δρόμο κάι έσπασε την πλάκα. Μιά γελάδα μπορεί να δουλέψει 3 ώρες και άλεθε 30 με 40 ντενεκέδες ελιές.
Μετά την άφηναν και «έπαιρνε αναπνοή», ξεκουραζότανε, κανά τέταρτο με είκοσι λεπτά και ξανά πάλι το ίδιο. Μιά αγελάδα μπορούσε να αλέσει την ημέρα και 80 καυκιά ελιές αν ήταν καλό το βόλι. Αρχινούσε στις τρεις την νύχτα και την άλλη μέρα στις 4 είχε τελειώσει 80 και 90 καυκιά. Οταν ήταν πολλές ελιές, 100-150 καυκιά, κουράζονταν το ζώο. Είχαν άλλο απ' έξω και το άντικατασΤούσαν. Αν ήταν κάποιος που αγαπούσε τα ζώα την άλλαζε αλλιώς την άφηνε και ξεκουραζόταν λίγο και πάλι.
Ο χώρος με το βόλι «λάσπωνε κάτω, το ζώο κατούραγε, ήταν πολύ βρώμικα. Σκληρή δουλειά». Σημάδια από αυτήν τη δουλειά είναι ανεξίτηλα στον τοίχο στον Πιτροφό, γιατί: «Καμιά φορά εκείνος που άλεθε για να μην γυρίζει γύρω γύρω. Αν είχε ένα ζώο κάπως έξυπνο λιγάκι, του σπούσε καμία με τη βίτσα και γύριζε μόνο του και αυτός καθόταν εδώ πέρα». Και ακουμπούσε με το χέρι σε συγκεκριμένο σημείο του τοίχου που έχει ποτίσει από το λάδι και έχει γυαλίσει. Ο τρόπος έλξης γινόταν ανάλογα με το ζώο. Η αγελάδα είχε ζυγό με ζεύλες στους ώμους και το μουλάρι είχε λαιμαριά. Στην πιό εξελιγμένη μορφή αυτά έσερναν ένα σιδερένιο πλαίσιο σαν τετραγωνισμένο Θ, που ήταν προσαρμοσμένο στο δοκάρι περιστροφής του όρθιου άξονα της πλάκας. «Πλάτη» ονομάζονται τα ξύλα που στηρίζουν τον ζυγό με τις ζεύλες, που γύριζε το ζώο.
Εβαζαν ένα με ενάμιση «καυκί» (ντενεκέ) ελιές «στο βόλι» και άρχιζε το άλεσμα. Αυτό ήταν μιά «αλε-σιά». Σε μεγαλύτερη πλάκα παίρνει «επάνω» και 3 «γκαζοντενεκέδες» ελιές.
Μιά αλεσιά για να γίνει, είναι ανάλογα με το ζώο και πόσο γρήγορα πήγαινε. Χρειάζεται περίπου 10 λεπτά ή από 7 λεπτά μέχρι και ένα τέταρτο. Σ' ένα τέταρτο το ζώο κάνει 45-50 στροφές. Αν η πέτρα είναι αγριεμένη με τρύπες τις «κόβει» γρήγορα αλλιώς αργούσε. Δεν έβγαινε όμως ένα «στάμα» με αυτή την ποσότητα χαμούρι. Μετά με το ρεύμα μπορούσαν να βάλουν 7-8 καυκιά. Το βόλι που έκοβε πολύ γρήγορα ήταν άγριο. Καθώς τρωγόταν και κατέβαινε, υπήρχαν μπόσικα και το ρύθμιζαν ανεβοκατεβάζοντας το. Επίσης πήγαινε γρήγορα όταν η ελιά ήταν λαδωμένη.
Από πίσω πήγαινε ένας άνθρωπος που οδηγούσε το ζώο και με ένα ξύλο έσπρωχνε τον πολτό προς τα μέσα, το «τάραζε» ή «έκανε το σινόμπασμα».Έριχνε και λίγο νερό ανάλογα με πόσο υγρό ή ξερό ήταν το χαμούρι όταν οι ελιές ήταν κάπως ξερές. Το νερό έπρεπε να είναι ζεματιστό για να φουσκώσουν. Πολλοί έριχναν και λεμόνια που τα έκοβαν φέτες ή λεμονόκουπες, αν είχαν λίγα όπως στην περιοχή του Γαυρίου για μυρωδιά.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν συνέχεια εκεί όσο κρατούσε το άλεσμα. Γύριζε γύριζε και γινόταν το χαμούρι. Το ξύλο που ανακάτευε ήταν είτε «γλυφτό» είτε μιά απλή σανίδα για να ανακατεύει και να οδηγεί το «χαμούρι», τον ελαιοπολτό, προς το κέντρο της πλάκας. Αυτά στο Κόρθι λέγονται «κ'τα-λήθρες», ήταν ξύλινα και μετά έγιναν σιδερένια. Μπορούσε να είναι και από «ντούα» βαρελιού.
Στην περιοχή του Γαυρίου είχαν τα «κουτάλια». Προϋπόθεση για να δουλέψουν τα κουτάλια ήταν να μην είναι άγρια η πλάκα. Αν η πλάκα ήταν άγρια κάτω, σε μιά μέρα θα τρωγό-ντουσαν. Γι' αυτό και δεν αγριεύανε την πλάκα. Τα κουτάλια ήταν δυό και τα δουλεύανε με τα δυό χέρια, ήταν συνήθως ξύλινα από σκληρό ξύλο. Τα είχαν για να ταράζει και να μαζεύει το χαμούρι. Το μάζευαν με το ένα κουτάλι με το δεξί χέρι λοξά λοξά, ενώ με το αριστερό τραβούσαν προς τα έξω ούτως ώστε να ανακατεύεται. Και προχωρούσαν και μαζευόταν, ώστε να πατάει ο κύλινδρος το χαμούρι προς το κέντρο.
Υποβοηθητικό για να μην πέφτει έξω το χαμούρι λόγω της φυγόκεντρης δύναμης ήταν ένα χείλος στην περιφέρεια της πλάκας, το «παραπέτι της πέτρας» ή τα «μάγουλα».
Το χαμούρι το δοκίμαζαν με το χέρι να δουν αν είναι έτοιμο. «Το πιάνεις να δεις αν έχει σπάσει». Οταν ήταν έτοιμο, σταματούσε το ζώο και μάζευαν το χαμούρι σε ένα μέρος της πλάκας. Αυτό γινόταν και μ' ένα σκουπάκι από θυμάρι που το «πετρώνανε» και είχε γίνει σαν μιά πλάκα.
Το χαμουρι από την πλάκα, το έβγαζαν χρησιμοποιώντας ένα πιάτο ξύλινο ή πήλινο ή σιδερένιο ή με ένα κουτάκι από ντενεκέ ή και με τα χέρια και το έβαζαν μέσα σ' ένα δοχείο. Από μαρτυρίες το πιάτο αυτό αρχικά ήταν ξύλινο «γλυφτό», όπως και όλα τα δοχεία που χρησιμοποιούσαν στο λιοτρίβι.
Η διαδικασία στο βόλι ήταν όλο το «χασομέρι» στο λιοτρίβι, τα επόμενα στάδια πήγαιναν σχετικά γρήγορα.