Η συμπίεση των τσαντίλων στη "βίδα" + 2 videos
Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων - Άνδρος: Η βίδα και ο εργάτης στο χώρο συμπίεσης του ελαιοπολτού
Στον χώρο της βίδας ή «μηχανής» δούλευαν 3 άτομα, ο βιδάτορας και άλλοι δύο. Η κύρια δουλειά του βιδάτορα ήταν να γεμίσει τις τσαντίλες και να χτίσει την «κολώνα» με τις τσαντίλες, που ήταν το «στάμα» ή «στάμπα» (Γαύριο) ή «κρεμασιά», σύμφωνα με το «μπουγάζι», το ύψος, που έχει η βίδα. Τις έπαιρνε μία μία με τα δύο χέρια και πήγαινε και τις τοποθετούσε στην «τηγανιά» ή «παρατηγανιά» (Γαύριο). Αυτό ήταν το κάτω μέρος που να στήνονταν οι σαντίλες. Τις ακουμπούσε ακριβώς να μην του πάνε μονόπαντα, την μιά πάνω από την άλλη. Τις πατούσε με τα χέρια και έφτιαχνε ένα στάμα. Καθώς έφτιαχνε το στάμα, κάποιος το στήριζε, για να μην μπατάρουν οι σαντίλες. Δείτε πιο κάτω δύο σχετικά βίντεο.
Ανάλογα με το μέγεθος της βίδας, το στάμα έπαιρνε από 12 μέχρι και 40 σαντίλες. Οι περισσότεροι έβαζαν από 15 έως 20 σαντίλες.
Το στάμα έπαιρνε 8 καυκιά ελιές που γέμιζαν 18 σαντίλες, κατά άλλον σε διαφορετική βίδα 10 καυκιά που γέμιζε 20 σαντίλες και κατά άλλον σε άλλη βίδα 11 καυκιά που γέμιζαν 40 σαντίλες με παραγωγή 30-40 κιλά λάδι. Ενα καυκί ελιές έβγαζε 2.5 με 3 κιλά λάδι, ανάλογα αν ήταν ξερικές ελιές, που έβγαζαν περισσότερο λάδι. Η ξερική ελιά δεν πίνει νερό είναι μόνο λάδι.
Ενα στάμα με το ξεθέρμισμά του, έπαιρνε περίπου μία ώρα να ολοκληρωθεί και παρήγαγε 18-20 οκάδες λάδι. Αυτό μπορούσε να επαναληφθεί 14-16 φορές την ημέρα και να φθάσει και τις 24 φορές. Θα μπορούσε έτσι να παραχθεί ποσότητα και 350 οκάδων λάδι την ημέρα. Μπορούσε όμως να βάλει και λιγότερες σαντίλες για να φτιάξει ένα στάμα αν δεν έφθαναν οι ελιές. Τότε άφηναν τη βίδα πιό χαμηλά. Υπολόγίζαν πόσα καυκιά και ανάλογα κάνανε τα στάματα.
Αν ήταν ο πολτός αρκετά νερουλός και κινδύνευε η κολώνα που στηνότανε να πάει από εδώ ή από εκεί, κατέβαζε την μηχανή με τα χέρια> Εκανε ένα ελαφρί στήψιμο ούτως ώστε οταθεροποιόταν η κολώνα και μετά ξανασήκωνε την βίδα και έβαζε τις υπόλοιπες. Αφού τις έχτιζε όμορφα, έβαζε μία αγκλιά ζεστό νερό σε όλες τις τσαντίλες, για να μαλακώσουν Η βίδα αποτελείται από το κάτω μέρος, «κατάρι» ή «καταριά», όπου βρίσκεται η «παρατηγανιά» ή «τηγανιά» ή το «τελάρο», το πάνω μέρος «παναριά» ή «απανάρι», το «αρδάχτι» ή ο «αρδάχτης» ή ο «άξονας», που είναι ο κοχλίας, την «κοπάνα» ή το «στίφτη», που είναι η πλάκα στερεωμένη στο αρδάχτι για να πιέζει τις ελιές, και τις δύο «κολώνες» ή «μπουντέλια», που στηρίζουν το απανάρι. Στις σιδερένιες βίδες το απανάρι, το κατάρι και η κοπάνα μπορεί να είναι ξύλινα.
Στο ξύλινο απανάρι στην Αλαμανιά, του Αντώνη Μαγουλά σε μιά σκαλιστή εσοχή, έχει μιά μικρή εικονίτσα. Φαίνονται αμυδρά δύο φιγούρες χωρίς να είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν. Ολες οι βίδες είναι πολύ καλά σταθεροποιημένες, κυριολεκτικά σφηνωμένες, με δοκάρια λοξά από το ταβάνι και τον τοίχο στο απανάρι για να μήν μπορούν να μετακινηθούν με την ένταση την ώρα του στυψίματος από τόν εργάτη.
Πάνω από την κοπάνα είναι μιά μεγάλη τρυπά, το «χωνί», που μέσα σ' αυτό μπαίνει η «μανουέλα» (περιοχή Κορθίου) ή «μανέλλα», το χοντρό και γερό ξύλο που σφίγγει, μήκος 2 με 3 μετρα. Η μανέλα ήταν από σκληρό ξύλο, πρίνο, που έπρεπε να μείνει στη λάσπη ένα χρόνο για να κάνει γι' αυτή τη δουλειά. Το αρχικό σφίξιμο γίνεται με το χέρι καθώς περιστρέφεται το περικόχλιο ή η καστανιά με το χέρι από 4 ή 6 λαβές, τα «μαστάρια». Η καστανιά ασφαλίζεται μ' ένα κλειδί που όλο μαζί λέγεται «καμπάνα» γιατί κάνη τον χαρακτηριστικό ήχο «νταν νταν νταν» καθώς γίνεται η περιστροφή του περικοχλίου και το κλειδί αλλάζει τρΰπα ανεβοκατεβαίνοντας.
Για το στύψιμο του λαδιού χρειαζόντουσαν 2 άνθρωποι. Ηθελε δυο καλούς εργάτες. Υπήρχε και εργάτης που την πήγαινε μόνος του αλλά ήταν πολύ «γερός άντρας». Αρχιζε με το χέρι, μέχρι να φθάσει η κοπάνα και να «πατήσει» καλά τις σαντίλες. Εσφιγγαν όσο μπορούσαν με τα χέρια και μετά όταν αυτό «βάραινε» αρχινούσαν με το κλειδί και το «μανέλι». Οταν πήγαιναν πίσω το μανέλι για να ξανασφίξουν, το κλειδί από την μία μεριά ήταν κωνικό και ασφάλιζε. Οταν ήθελαν να ξεσφίξουν, γύριζαν το κλειδί αντίθετα. Το μανέλι ένα χοντρό και κοντό ξύλο, που έμπανε στο χωνί για να σφίξει περισσότερο. Μετά έβαζαν την μεγάλη μανέλα και έπιανε τα μπόσικα. Το ξύλο ήταν από κόσινα ή πρίνος ή δρυς. Επρεπε να ξεραθεί καλά, το κόβανε σε γεμάτο φεγγάρι και το αφήνανε δύο μήνες τρεις και ξεραινόταν γιατί αν ήταν χλωρό μπορούσε να σπάσει. Ζτην μεγάλη μανέλα πέφτανε όλοι επάνω και ο βιδάτορας. Την πηγαίνανε δυό τρεις φορές.
The player will show in this paragraph
Τέλος έβαζαν τον «αργάτη» ή «εργάτη». Ο εργάτης ήταν από χοντρό κυπαρίσσι και είχε μία ή δύο τρύπες για να μπουν μέσα αντίστοιχα μία ή δυο μικρές μανέλες. Γύρω τού ήταν τυλιγμένο ένα πολύ γερό σκοινί. Το σκοινί ήταν καραβίσιο σκοινί με μία θηλιά, ένας «κάβος», στην ελεύθερη άκρη που στερεωνόταν σε εγκοπή στην χοντρή μανέλλα που έσφιγγε την βίδα. Ο εργάτης μπορούσε να περιστραφεί και ήταν καλά στερεωμένος σε βάση και σε δοκάρι στην οροφή. Σε παλιά λιοτρίβια υπήρχε σκαλιστό χοντρό ξύλο που στερέωνε τον εργάτη στο δοκάρι για να αντέχει στην ένταση. Περιστρέφοντας τον εργάτη, τέντωνε το σκοινί, και έσφιγγε περισσότερο ή βίδα. Τις μανέλες αυτές τις έλεγαν και «πλάτη» γιατί τις πήγαινε ο ένας με την πλάτη.
Επίσης τις έλεγαν και «μπάρα». Στην αρχή τον εργάτη γύριζαν με τα χέρια και μετά όταν αυτό ζόριζε, άρχιζαν να γυρίζουν δύο,άτομα με τη μέση. Για να σφίξει έπρεπε να φοράς τσαρούχια, από δω με ρόδα ταξιού με λάστιχο και κόλλαγε κάτω για τα ζόρια. Οσο έστυβε ήθελε μεγαλύτερη δύναμη.
Στον εργάτη με τις δυο μανέλλες «ο ένας έσπρωχνε προς τα εμπρός με το στήθος και με τα χέρια και ο άλλος από πίσω κρατώντας ταυτόχρονα τη μανέλλα. Ο μπροστινός έπιανε με τα δυό του χέρια την μανέλλα την αντίθετη. Ο επόμενος έπιανε την μανέλλα που προεξείχε του πρώτου, ούτως ώστε με την δύναμη να μην χτυπήσει. Οι δυό ήταν διαγώνια, είχαν δύο μανέλλες μικρές για γρηγοράδα».
The player will show in this paragraph
Καθώς γύριζε ο εργάτης και τεντωνόταν το σκοινί έφθανε στο σημείο που η μεγάλη μανέλα «φιλούσε τον εργάτη». Τραβούσαν την μανέλα του ό καθένας και ο βιδάτορας τραβούσε την μεγάλη μανέλα αντίθετα. Εκανε η καμπάνα το «κλαν κλαν κλαν» και έλεγαν ότι «κελαΐδάει» Από μακρυά όταν άκουγαν την καμπάνα έλεγαν τώρα «παίρνει στάμπα», δηλαδή ότι σφίγγουνε, και μπορούσε ο επόμενος να πάει να πιάσει σειρά. Οσο έσφιγγε, ο βιδάτορας έριχνε και λίγο νερό επάνω και «έφευγε καμιά καντήλα λάδι ». Επίσης καταλάβανε από το ζόρι και από το σημάδι στα στηρίγματα, που είχε φτάσει η κοπάνα, πότε έπρεπε να σταματήσει το σφίξιμο. «Ειδοποιούσε μόνο του έκανε κρικρι κρι». Μία άλλη ένδειξη ότι έπρεπε να σταματήσει ήταν όταν αρχινούσε να βγάζει αφρό ανάμεσα στη μιά σα-ντίλα με την άλλη, εκεί που γινόταν τα δεσίματα. «Το λέγαμε και μαργαριτάρι». Ξέρανε πιά ότι δεν πάει άλλο, τότε είχε βγει το λάδι.
Οταν έφθανε σε αυτό το σημείο έπρεπε να έτριζε πολύ. Ετσι «η γριούλα, η κυρά Αργυρώ, με την κόρη της όταν άκουγαν, που έτριζε η βίδα, άνοιγε την γκλαβανή και φώναζε από πάνω, μην βάζετε άλλη βόλτα, δεν θα αντέξει η βίδα».
Αpό εκεί αρχινούσαν να ξεκλειδώνουν και να ξεσφιγγουν. Στις σιδερένιες βίδες έπρεπε να λαδώνεται το περικόχλιο και το αρδάxτι. Εριχνε ο λιοτριβιάρης λάδι αϊτό πάνω στο αδράχτι, όταν ήταν κατεβασμένο με ένα δοχείο για 50 δράμια. Μάλιστα γελάγανε γιατί αυτό το λάδι από το αδράχτι μαζευότανε στην κοπάνα και εκεί στράγγιζε. Ελεγε, λοιπόν, «Αυτό το σίδερο διψάει», γιατί το μάζευε μετά ο λιοτριβιάρης να κάνει σαπούνι και τον κοροϊδεύανε και λέγανε «Ο Νικολάκης όλο και του διψάει».