Το νερό και το ελαιόλαδο βγαίνουν από τις τσαντίλες + video
Το λάδι καθώς έσφιγγε η βίδα έβγαινε σιγά σιγά. Η καταριά έχει ένα λούκι, τον «κάνταλο», από εκεί το λάδι με την αμουργια και τα νερά έπεφτε σε μιά μεγάλη «βουτά», γούρνα του λαδιού. Αυτή αρχικά ήταν με δύο θέσεις ή από κορμό δένδρου, πλατάνι, ή από πέτρα, αργότερα έγινε ένα σιδερένιο ντεπόζιτο. Ανάμεσα στις δύο θέσεις υπάρχει μία τρύπα με σφήνα πού εμπόδιζε το λάδι να πάει από τη μιά στην άλλη δεξαμενή.
The player will show in this paragraph
Το λαδί λαμπικαρίζεται μόνο του, μένει επάνω, και το νερό και η αμουργια πηγαίνουν κάτω. Ανοιγαν μιά τρύπα, ένα «νιχταράκι», χαμηλά στο δοχείο και έφευγε προς τα έξω με ένα αυλάκι. Οταν γέμιζε το πρώτο δοχείο, άνοιγαν την τρύπα και από εκεί με υπερχείλιση έτρεχε το καθαρό λάδι στο δεύτερο δοχείο. Μπορεί να υπήρχε ξεχωριστή τρύπα για το νερό και ξεχωριστή για την μούργα που επέπλεε του νερού, σε διαφορετικά ύψη. Οταν άνοιγαν την τρύπα να φύγει το νερό πρόσεχαν και όταν έβγαιναν «σίθια» λαδιού, τότε έκλειναν την τρύπα.
Το τελευταίο που έμενε στη γούρνα το έπαιρνε και αυτό ο πελάτης την άλλη μέρα, δεν ήταν για φαγητό. Του το έβαζαν σ' ένα ντενεκέ. Ηταν για σαπούνια και για το καντήλι ή το λύχνο. Μάλιστα μερικοί βιδάτορες, όταν πλησίαζε κάτω όπου είχε και χοντράδια δεν το μετράγαν αυτό.